- ποταμόκλυστος
- -ον, Α(για τόπο) αυτός που πλημμυρίζει από τα νερά ποταμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + < κλύζω «βρέχω, περιβρέχω, σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποταμόκλυστος — washed by a river masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμόκλυστον — ποταμόκλυστος washed by a river masc/fem acc sg ποταμόκλυστος washed by a river neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμόκλυστα — ποταμόκλυστος washed by a river neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek